- υποσμος
- ὕποσμοςὕπ-οσμος2ощущающий запах
ὕ. γενέσθαι Arst. — почувствовать запах
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὕ. γενέσθαι Arst. — почувствовать запах
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὕποσμος — subject to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύποσμος — ον, Α ικανός, επιτήδειος στην όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οσμος (< ὀσμή), πρβλ. εὔ οσμος] … Dictionary of Greek
ὕποσμα — ὕποσμος subject to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)